συναιχμαλωτίζω

συναιχμαλωτίζω
ΝΜΑ [αἰχμαλωτίζω]
αιχμαλωτίζω κάποιον μαζί με άλλους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συναιχμαλωτισθείς — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτισθῆναι — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτισθέντας — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτισθέντες — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτισθέντων — συναιχμαλωτίζω take captive along with aor part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτίζεσθαι — συναιχμαλωτίζω take captive along with pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναιχμαλωτεύω — Μ συναιχμαλωτίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰχμαλωτεύω (< αἰχμάλωτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”